ΤΟ ΛΑΔΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΥΡΑΣ



Ήταν το 1925, χρόνια δύσκολα για την πατρίδα μας, λίγο μετά τη μικρασιατική καταστροφή, με καθεστωτικές αναστατώσεις, εσωτερικούς διχασμούς, φτώχια και στερήσεις πολλές.

   Ο κόσμος στην επαρχία αναζητούσε τη δουλειά και το μεροκάματο. Ο Μαστροχρήστος, σπουδαίος ξυλουργός στο χωριό, έκανε περίτεχνες ξύλινες κατασκευές (τραπέζια, σκάλες, ταράτσες, πατώματα, σκάφες και πορτοπαράθυρα, μέχρι και ξύλινα μεγάλα προσκυνητάρια στην Εκκλησία) αλλά και οικοδομικές εργασίες (σκεπές των σπιτιών, διαιρέσεις και σοβατίσματα).

   Ας ήταν καλά τα τέσσερα μαστορόπουλα, που τους μάθαινε την τέχνη. Του έβγαζαν όλη τη δουλειά, μαθαίνοντας και τα μυστικά της, Ο Δημήτρης, ο Λιάς, ο Βασίλης και ο Νίκος. Έγιναν όλοι περίφημοι μάστορες.

   Τότε λοιπόν, που τα μαστορόπουλα είχαν ηλικία 17 έως 18 χρονών, ανέλαβε ο Μαστροχρήστος να επισκευάσει το εξωκκλήσι της Αγίας  Μαύρας, στα σύνορα Μεσσηνίας και Αρκαδίας, μέσα στο δάσος με τα έλατα και σε υψόμετρο πάνω από 1500 μέτρα, πιο ψηλά από το χωριό του Παπαφλέσσα. Ανέθεσε τη δουλειά στα μαστορόπουλα, γιατί αυτός ένιωθε ανήμπορος να περπατήσει έξι ώρες δρόμο, να δουλέψει μια εβδομάδα, να κοιμάται στο ύπαιθρο και να ξαναγυρίσει με τα πόδια στο χωριό του.

   Τα μαστορόπουλα όμως είχαν φτερά στα πόδια, πήραν τα εργαλεία τους και το σακούλι με τα απαραίτητα και διαθέσιμα τρόφιμα. Ψωμί, τυρί, λάδι, ελιές, κρεμμύδια, ίσως και κάποιο μαγειρευμένο φαί για την πρώτη μέρα.  Περπάτησαν, έφθασαν στο παρεκκλήσι              , βρήκαν τα υλικά και ρίχτηκαν στη δουλειά. Επισκεύασαν την τρύπια σκεπή, σοβάτισαν το εκκλησάκι, διόρθωσαν την πόρτα και το μικρό παράθυρο.

   Τους πήρε όλη την εβδομάδα και οι προμήθειες τελείωσαν. Έμειναν μόνο με λίγο ψωμί, χωρίς λάδι. Την άλλη μέρα ξημερώνοντας θα έφευγαν. Αποβραδίς μάζεψαν τα εργαλεία τους και κάθισαν για το τελευταίο δείπνο. Ξερό ψωμί, κατάξερο και όρεξη. Ο Δημήτρης δεν άντεξε. Μπήκε στο εξωκκλήσι, βρήκε το μπουκάλι με το λάδι, που υπήρχε στα καντήλια. Δοκίμασε να ρίξει στο πιάτο, για να βρέξουν το ψωμί, αλλά οι άλλοι τρεις τον εμπόδισαν.

  -‘’ Όχι το λάδι της Αγίας, δεν πρέπει’’.

Ο Δημήτρης επέμεινε.

-‘’ Η αμαρτία δική μου’’.

   Έβαλε λάδι για όλους, έφαγαν και κοιμήθηκαν ήσυχα, αλλά μόνο οι τρεις. Ο Δημήτρης όλη τη νύκτα έβλεπε στο όνειρό του μια γυναίκα με μαύρα ρούχα να τον πατά στο στήθος και να δυσκολεύει την αναπνοή του. Ήταν άραγε η Αγία Μαύρα που τον πατούσε; Έπαιρνε εκδίκηση για το λάδι που της έφαγαν; Ήταν η αμαρτία που πήρε πάνω του ο Δημήτρης; Τύψεις συνειδήσεως για ιεροσυλία; Όλες αυτές τις σκέψεις τις έκανε ο Δημήτρης, όταν ξύπνησε και έλεγε και ξανάλεγε, ότι τον τιμώρησε η Αγία Μαύρα. Το πίστευε χωρίς να είναι ιδιαίτερα θρησκευόμενος. Ίσως οι ενοχές, ίσως η άγνοια ότι οι Άγιοι δεν είναι τιμωροί, αλλά βοηθοί των ανθρώπων, ίσως είχε κοιμηθεί από την αριστερή πλευρά και πίεζε καρδιά και στομάχι, κάποιο απ’ αυτά ή και όλα μαζί, του δημιούργησαν την πεποίθηση, ότι η αμαρτία του βρήκε ανταπόδοση.

   Αν ήταν αμαρτία το να φας στην ανάγκη σου λίγο από το λάδι της Αγίας. Ο Δημήτρης δεν είχε διαβάσει ούτε είχε ακούσει για τους μαθητές του Χριστού που έτριβαν τα στάχυα κι έτρωγαν το σιτάρι ημέρα Σάββατο, επειδή πεινούσαν, ούτε για τον Δαβίδ που, όντας πεινασμένος, έφαγε τους άρτους των ιερέων. Δε γνώριζε τα λόγια του Χριστού ότι το Σάββατο δημιουργήθηκε για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο.

   Λίγο πριν πεθάνει ο Δημήτρης είπε πάλι την ιστορία αυτή στη γιό του και αυτός τον καθησύχασε, για να μην έχει ενοχές. Του υποσχέθηκε μάλιστα ότι θα πήγαινε αυτός το λάδι στην Αγία Μαύρα, πράγμα που διέπραξε, δεκαπέντε χρόνια αργότερα. Η διαδρομή ήταν ακόμα δύσκολη και ο γιος επιστράτευσε τον εφημέριο του χωριού, απόγονο της ηρωικής οικογένειας των Δικαίων και πήγαν με το αγροτικό του. Άναψαν τα καντήλια, έψαλαν τον Εσπερινό και ένα τρισάγιο για την ψυχή των μαστορόπουλων, που είχαν στο μεταξύ πεθάνει.

   Η μεγάλη ικανοποίηση του γιού ήρθε όταν, πάνω από τα μοναδική πόρτα του εξωκκλησιού, είδε τη χρονολογία που είχαν χαράξει τα μαστορόπουλα κατά την επισκευή. 1925. Ήταν η επιβεβαίωση για την ιστορικότητα των όσων έλεγε, ότι έπραξε ο πατέρας του στα δεκαεφτά του.

   Δεκέμβριος 2019

Θεόδωρος Δημ. Λαφαζάνος   

Post Top Ad

ad728

Post Bottom Ad

ad728