ΑΞΕΧΑΣΤΟΙ ΑΡΦΑΡΑΙΪΚΟΙ ΤΥΠΟΙ Ο ΡΟΥΣΣΟΓΙΩΡΗΣ-ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ Δ.ΛΑΦΑΖΑΝΟΥ
Ο ΡΟΥΣΣΟΓΙΩΡΗΣ
(Γεώργιος Ευσταθίου Μουτεβελής)
Είχε όλα τα χαρακτηριστικά για να τον κατατάξω στους αξέχαστους τύπους. Ανήκε στον
κλάδο της οικογένειας Μουτεβελή, που τους αποκαλούσαν «Ρουσσαίους» ίσως επειδή
κάποιος πρόγονός τους ήταν ξανθοκόκκινος και του έμεινε το παρατσούκλι. Τα
χαρακτηριστικά που με κάνουν να τον θυμάμαι ήταν τρία: Ήταν ιδιοκτήτης μιας «τσιφιλιάς»
αγαπούσε το καλό κρασάκι και είχε πολύ εύκολα δάκρυα.
Γεννήθηκε το 1886 και πέθανε το 1959. Παντρεύτηκε τη Μαρία Δημ. Πετροπούλου και
απέκτησαν τρεις γιούς και τρείς κόρες. Το παρατσούκλι κληρονομήθηκε και από τους γιούς
του Ρουσσολιά και Ρουσσομήτσο, αλλά το είχαν και τα παιδιά του αδελφού του
Ρουσσοκώτσιου (Ρουσσοβασίλης, Ρουσσονίκος, Ρουσσογιώρης). Σήμερα το διατηρεί ο
εγγονός του Γεώργιος Ηλ. Μουτεβελής.
Αγαπώντας το καλό κρασάκι τροποποιούσε το λεγόμενο στην Εκκλησία ότι είναι
ευλογημένα «ο σίτος, ο οίνος και το έλαιον» προτάσσοντας το κρασάκι «οίνος, σίτος και
έλαιον». Ήταν άνθρωπος του μέτρου και δεν έγινε αλκοολικός. Διατηρούσε πάντοτε την
αξιοπρέπειά του.
Η «τσιφιλιά» που είχε ήταν ένα μεταλλικό πειστήριο για ό,τι έμεινε από το πάτημα των
σταφυλιών στον ληνό (φλούδες, τσαμπιά, κουκούτσια, ψύχα), από τα οποία έβγαινε ο
δυνατός μούστος, που τον έρριχναν κατ’ ευθείαν στο βαγένι. Τα στεγνά πλέον κατάλοιπα της
τσιφιλιάς πήγαιναν στα φουσκιά. Υπήρχαν και άλλες (λίγες πάντως) τσιφιλιές στο χωριό, τις
οποίες έπαιρναν διαδοχικά οι αρφαραίοι. Την κουβαλούσαν με το γάιδαρό τους και την
επέστρεφαν αυθημερόν, καταβάλλοντας ένα ποσό για κάθε γέμισμα της τσιφιλιάς. Ο
ιδιοκτήτης έπρεπε να αποσβέσει το κεφάλαιο της αγοράς της, να επιδιορθώνει τυχόν ζημιές
στο καφασωτό ξύλινο κιβώτιό της και να έχει ένα μικρό εποχιακό εισόδημα.
Το τρίτο χαρακτηριστικό του Ρουσσογιώρη ήταν τα δάκρυα. Τα είχε εύκολα σε κάθε
στιγμή χαράς ή συγκίνησης, πράγμα που φανέρωνε την καλή του καρδιά. Τον θυμάμαι
κάποτε που είχαμε πάρει την τσιφιλιά του και ο ίδιος πέρασε από το σπίτι μας. Ο πατέρας
μου έτρεξε να τον κεράσει από το ωραίο περυσινό κρασί μας και ταυτόχρονα τον πείραξε, ότι
τάχα ήρθε να μετρήσει πόσες τσιφιλιές θα βγάλουμε, για να πληρωθεί σωστά. Ο
Ρουσσογιώρης, αντί να θυμώσει, άρχισε να κλαίει και είπε «εγώ δεν ήρθα για τα λεφτά σας,
ήρθα επειδή σας αγαπάω και για αυτό το κρασί-διαμάντι». Κι έτσι ήταν.
Θεόδωρος Δ. Λαφαζάνος