ΑΡΦΑΡΑΙΪΚΟΙ ΑΞΕΧΑΣΤΟΙ ΤΥΠΟΙ- Ο ΚΟΥΒΑΡΔΟΓΙΑΝΝΗΣ(Ιωάννης Παν. Μπούρας)-ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ Δ.ΛΑΦΑΖΑΝΟΥ
Ο ΚΟΥΒΑΡΔΟΓΙΑΝΝΗΣ
(Ιωάννης Παν. Μπούρας)
Κουβαρδόγιαννης ήταν το παρατσούκλι του Ιωάννη Παν. Μπούρα (1887-1965), το οποίο
απέκτησε λόγω του ήρεμου χαρακτήρα του και της διάθεσής του να προσφέρει. Η λέξη
κουβαρδάς ή κουβαρντάς και πιο σωστά χοβαρδάς σημαίνει στα τούρκικα «ανοιχτοχέρης».
Ο πατέρας του Παναγιώτης Μπούρας του Πανάγου ανήκε στον κλάδο των λεγόμενων
Μπουροπαναγαίων και είχε παντρευτεί την Θοδώρα Παπαδοπούλου του Αριστομένη.
Όμως πέθανε νωρίς και η μητέρα του Γιάννη, λόγω των ευθυνών αλλά και του χαρακτήρα
της, έγινε αυστηρή και έμεινε ως «η Θοδώρα με το όνομα». Ο Γιάννης μεγάλωσε μέσα σε
αυστηρά οικογενειακά πλαίσια. Με προξενιό έδωσε λόγο να παντρευτεί τη μικρότερη από
τις πέντε κόρες του Δημητρίου Θεοδ. Σκούληκα, την όμορφη Παναγιώτα. Η Θοδώρα όμως,
πριν γίνουν οι αρραβώνες, διέλυσε το συνοικέσιο, προς μεγάλη στεναχώρια του Γιάννη, ο
οποίος εν τω μεταξύ είχε ερωτευτεί την Παναγιώτα.
Πικραμένος έμεινε και ο πατέρας της Παναγιώτας, ο οποίος κατέφυγε στον Νικολή Γ.Β.
Μπούρα, τον οποίο είχε βαφτίσει και αγαπούσε σαν γιό του. Ζήτησε να μεσολαβήσει στην
Θοδώρα, καθόσον την εποχή εκείνη η διάλυση ενός συνοικεσίου ήταν ντροπή και για την
κοπέλα, ακόμα κι’ αν δεν έφταιγε. Ο Νικολής ήταν πολύ δυναμικός, κάτι σαν εκπρόσωπος
της οικογένειας των Μπουραίων και λίγο αργότερα έγινε πρόεδρος της Κοινότητας για
αρκετά χρόνια . Είχε το παρατσούκλι Κουτσονικολής λόγω ενός μόνιμου τραύματος στο ένα
πόδι και κυκλοφορούσε με μαγκούρα. Πήγε στο σπίτι της Θοδώρας και άρχισε να χτυπά
δυνατά την εξώπορτα με τη μαγκούρα. Όταν βγήκε η Θοδώρα σήκωσε τη μαγκούρα και της
είπε «ποιά είσαι εσύ που θα ντροπιάσεις τη Μπουραίϊκη οικογένεια; Μέχρι το βράδυ θα
έχεις ξαναφτιάξει το συμπεθεριό, αλλιώς χάθηκες». Μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά η
Θοδώρα, έφτιαξε το συμπεθεριό κι’ έγιναν οι αρραβώνες και ο γάμος. Το 1912 ο Γιάννης
επιστρατεύθηκε για τους βαλκανικούς πολέμους, αφήνοντας τη γυναίκα του έγκυο στο
πρώτο παιδί. Πολέμησε στο Μακεδονικό μέτωπο και έλαβε παράσημο ανδρείας. Εκεί,
κάποτε που έτρωγαν ένα αρνί, ένας στρατιώτης διάβασε στην πλάτη του αρνιού ότι ο
Γιάννης θα αποκτήσει κορίτσι, αφού ταλαιπωρηθεί η γυναίκα του. Το 1913 που επέστρεψε
ο Γιάννης έμαθε για πρώτη φορά ότι είχε αποκτήσει κορίτσι, το οποίο γεννήθηκε δύσκολα.
Ο οιωνοσκόπος στρατιώτης το είχε δει.
Το 1914 ο Γιάννης άνοιξε παντοπωλείο στην πλατεία του χωριού σε ένα από τα
καταστήματα που είχε χτίσει ο θείος του Κώστας Παπαδόπουλος στο βόρειο μέρος της
πλατείας. Ο κόσμος τότε στα δύσκολα χρόνια ψώνιζε με πίστωση και πλήρωνε αργότερα,
όταν αποκτούσε λεφτά από την πώληση των εισοδημάτων του (κυρίως λαδιού, σύκων και
σταφίδας). Ο Γιάννης έδινε με απλοχεριά και ξαναέδινε, χωρίς να νοιάζεται πότε θα
πληρωθεί. Έβλεπε το επάγγελμα σας αποστολή και του βγήκε το παρατσούκλι
«κουβαρδάς». Τηρούσε λογιστικό βιβλίο το «καθολικό» έχοντας αφιερώσει μία σελίδα σε
κάθε πελάτη για να ξαναγράφει το χρέος. Έγραφε με καλογραμμένα γράμματα το όνομα, τα
είδη και την αξία τους στις στήλες Δούναι και Λαβείν. Το 1915 γεννήθηκε ο γιός του
Γιώργης, ο οποίος άνοιξε παντοπωλείο στην Αθήνα, αλλά στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του
1940 επιστρατεύθηκε, πολέμησε, έπαθε κρυοπαγήματα κι’ απ’ αυτά πέθανε το 1941.
Ο Γιάννης το 1916 έκλεισε το μαγαζί και μετανάστευσε στην Αμερική, ακολουθώντας τον
αδελφό του Αντώνη ο οποίος είχε προηγηθεί. Τον ώθησε σε αυτό το γενικευμένο
μεταναστευτικό ρεύμα κ’ η έλλειψη επαρκών κερδών από το παντοπωλείο. Μαζί με τον
αδελφό του εγκαταστάθηκαν στην Καλιφόρνια, όπου κατασκεύαζαν γραμμές τραίνων και
πουλούσαν στους εργάτες εργαλεία, ρουχισμό και φαγητά, τα οποία κουβαλούσαν με δύο
κάρα στον τόπο εργασίας. Έβγαλαν αρκετά χρήματα και ο Γιάννης το 1922 τα έφερε στην
Ελλάδα, με σκοπό να πάρει μαζί του στην Αμερική τη μάνα, τη γυναίκα και τα δύο παιδιά. Η
Θοδώρα αρνήθηκε και ο Γιάννης επέστρεψε στο παλαιό του επάγγελμα. Άνοιξε το
παντοπωλείο και το διατήρησε μέχρι τη γερμανική κατοχή. Έδινε απλόχερα με πίστωση και
το παρατσούκλι «Κουβαρδόγιαννης» επισημοποιήθηκε. Δεν νοιαζόταν να εισπράξει
σύντομα τα λεφτά του. Αν καμιά φορά καθόταν καφενείο του Δημητρίου Σταθάκη, έλεγε
στον πελάτη «μπες στο μαγαζί, ψώνισε μόνος σου και γράφτα στον πάγκο». Έπειτα τα
περνούσε αυτός στο βιβλίο ταμείου. Σώθηκαν τρία μεγάλα βιβλία ταμείου, τα οποία
διατηρούν τα εγγόνια του Αντρέας Στασινάκης, Γιάννης και Γιώργος Ναπολ. Μπούρας, αλλά
πρέπει να υπήρχαν και άλλα. Μερικά χρέη εξοφλήθηκαν έπειτα από πέντε χρόνια και
μερικά στην κατοχή, προφανώς σε είδος, αφού δεν υπήρχαν χρήματα. Θα έλεγα ότι ο
Κουβαρδόγιαννης λειτουργούσε ένα είδος «κοινωνικού παντοπωλείου» με τη σημερινή
ορολογία. Αξίζει να διαβάζει κανείς τις χρεώσεις των πελατών
Όρυζα οκάδες… τιμή…
Ασβάστι οκάδες… τιμή…
Τριχιά μέτρα… τιμή…
Βακαλάος οκάδες μία και μισή, τιμή…
Γαλαζόπετρα οκά μία, τιμή…
κλπ.
Ο Κουβαρδόγιαννης δεν πλούτισε από το παντοπωλείο του. Κέρδισε μόνο το παρατσούκλι
και την αγάπη των συγχωριανών του. Είδε την πρόοδο και την αποκατάσταση των παιδιών
του. Ο αδικοχαμένος Γιώργης παντοπώλης, ο Ντίνος αστυνομικός, ο Ναπολέων
πυροσβέστης, ο Μίμης λογιστής, ο Θοδωρής δικηγόρος, η Κατερίνη παντρεύτηκε στη
Μικρομάνη και η Καλή στην Αθήνα. Απέκτησε δέκα εγγόνια κι’ ένα δισέγγονο πριν πεθάνει.
Πρόλαβε να δει παντρεμένα τα κορίτσια και τους Ντίνο και Μίμη καθώς και τον αρραβώνα
του Ναπολέοντα με την αδερφή μου Βούλα, εγγονή του Κουτσονικολή, ο οποίος είχε
μεσολαβήσει για το δικό του γάμο. Έτσι τα φέρνει η ζωή.
Θεόδωρος Δ. Λαφαζάνος