ΑΡΦΑΡΑΙΪΚΟΙ ΑΞΕΧΑΣΤΟΙ ΤΥΠΟΙ Κώστας Σωτηρόπουλος-ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ Δ.ΛΑΦΑΖΑΝΟΥ
Κώστας Σωτηρόπουλος
Ο μπαρμπα-Κώστας δεν είχε αρφαραίϊκη καταγωγή. Ο παππούς του Σωτήριος έφυγε από
τον Άκοβο, άγνωστο πότε ακριβώς και κατέβηκε στο Κάτω Αρφαρά, όπου δημιούργησε
οικογένεια και ασκούσε το επάγγελμα του σιδηρουργού. Τα 1847 γεννήθηκε ο γιός του
Αθανάσιος, ο οποίος πέθανε πριν το 1913. Είναι γραμμένος στο παλαιό δημοτολόγιο του
1915 ως Αθανάσιος Σωτ. Σωτηρόπουλος, ετών 65 με σύζυγο την Παναγιώτα, ετών 53 και
τέκνα την Γεωργίτσα, ετών 20 και τον Κωνσταντίνο, ετών 19. Από άλλα στοιχεία γνωρίζουμε
ότι η σύζυγός του ήταν κόρη του Γεωργίου Κων. Φέστα, ότι γεννήθηκε το 1858 και πέθανε
το 1923. Είχαν αποκτήσει και άλλη μία κόρη, την Σταυρούλα (1892-1913) η οποία
παντρεύτηκε τον Ιωάννη Αναγν. Νιάρχο (Γυφτόγιαννη) και απέκτησαν δύο τέκνα, τον Πέτρο
και την Παναγιώτα. Η Γιωργίτσα (1890-1951) παντρεύτηκε τον Λεωνίδα Μπελόκα, αλλά δεν
απέκτησαν τέκνα.
Ο Κώστας γεννήθηκε το 1897. Ξέφυγε από το οικογενειακό επάγγελμα του σιδηρουργού
τον οποίο (κακώς βέβαια) αποκαλούσαν παλαιότερα «γύφτο» ίσως επειδή πιο παλιά το
επάγγελμα αυτό ασκούσαν μόνο οι γύφτοι (ρομά). Ο Κώστας έμαθε την τέχνη του
υποδηματοποιού κοντά στον Μαστραντώνη (Αντώνιο Αναστ. Νιάρχο) του οποίου
παντρεύτηκε την κόρη Βασιλική. Ο γάμος αυτός ήταν άτυχος, γιατί η Βασιλική, αφού
γέννησε ένα κοριτσάκι, πέθανε και σε λίγους μήνες πέθανε και το κοριτσάκι. Ο Κώστας
έμεινε μόνος και μάλλον από τότε δεν άσκησε το επάγγελμά του. Δεν παντρεύτηκε πάλι
αλλά και δεν κατάντησε μαγκούφης και κακομοίρης. Αντίθετα εξελίχθηκε σε τύπο μποέμ.
Διασκέδαζε όσο του επέτρεπαν τα οικονομικά του. Είχε διάφορες δραστηριότητες και τον
θυμόμαστε να συγκεντρώνει ελαιόκαρπο και ξερά σύκα στο ισόγειο του σπιτιού του, για
λογαριασμό κάποιου εμπόρου. Δεν τον θυμόμαστε να δουλεύει σε χτήματα και ίσως δεν
είχε.
Ήταν κοινωνικός άνθρωπος. Κυκλοφορούσε πάντα καλοντυμένος με κοστούμι και
γραβάτα, με ρεπούμπλικα (και ποτέ τραγιάσκα) στο κεφάλι και με ένα μεγάλο
τριαντάφυλλο στο πέτο, από εκείνα που καλλιεργούσε στην αυλή του. Ήταν τακτικός
θαμώνας του καφενείου, όπου συζητούσε τα τρέχοντα γεγονότα και ιδίως τα πολιτικά.
Πιστός οπαδός του πολιτικού (βουλευτή και υπουργού) Σταύρου Κωστόπουλου, έτρεχε σε
κάθε προεκλογική εκστρατεία, τον υποστήριζε και αμφιβάλλω αν είχε ποτέ κάποιο
οικονομικό όφελος.
Ποτέ δεν έβλαψε άνθρωπο. Ήταν καλωσυνάτος και πάντα πρώτος στις διασκεδάσεις,
ιδίως τις απόκριες και στα πανηγύρια. Χόρευε, έπινε με σύνεση, σκορπούσε ευχές και
χαμόγελα. Ήταν φίλος του γιατρού Γεωργίου Μουτεβελή και συνοδός του, όταν επρόκειτο
να επισκεφθεί με το μουλάρι στα ορεινά χωριά κάποιον ασθενή ή ετοιμόγεννη γυναίκα. Ο
γιατρός πάνω στο μουλάρι και ο Κώστας μπροστά κρατούσε το καπίστρι. Περίμενε
υπομονετικά μέχρι να τελειώσει ο τοκετός και εν τω μεταξύ προέτρεπε τους συγγενείς της
γυναίκας να σφάξουν μία κότα, για να περιποιηθούν το γιατρό. Κοντά σ’ αυτόν
καλοπερνούσε και ο ίδιος.
Ώσπου γέρασε, αρρώστησε και έμενε σε γηροκομείο της Καλαμάτας, μέχρι το θάνατό του
το 1970 ή 1971. Αξέχαστος για μας τους παλαιούς, άγνωστος στους νέους.
Θεόδωρος Δ. Λαφαζάνος