ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΟ ΑΡΦΑΡΑ-ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΔΗΜ.ΛΑΦΑΖΑΝΟΥ

 ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΟ ΑΡΦΑΡΑ 

(τον παλιό καιρό) 

   Απ’ όσο θυμάμαι, όταν έληξε η γερμανική κατοχή, άρχισαν πάλι οι εορτασμοί τις Απόκριες. Τις γιόρταζε όλο το χωριό για πέντε ημέρες. Τα βράδια των δύο Σαββατοκύριακων και την Καθαρή Δευτέρα. 

   Τηρώντας μία παλαιά παράδοση οι αρφαραίοι, κάθε βράδυ Σαββάτου και Κυριακής σε κάθε γειτονιά από τη Σερβία μέχρι τη Σκόμαρα και από τα Λαφαζαναίϊκα μέχρι τα Καραγιωργαίϊκα άναβαν φωτιά γύρω από την οποία χόρευαν και τραγουδούσαν. Τα παιδιά (τουλάχιστον της γειτονιάς μου) από το μεσημέρι του Σαββάτου μάζευαν αφάνες και ξύλα από τους λόγγους και τα χτήματα, κουβαλώντας τα με γαϊδούρια ή ένα κάρο. Επιτυχία ήταν, όταν έβρισκαν έναν ξερό κορμό συκιάς, σε μία εποχή που υπήρχαν πολλά συκοπερίβολα. Κάθε γείτονας έφερνε ένα δεμάτι ξύλα από την αυλή του. Άναβαν τη φωτιά στο πρώτο σούρουπο και άρχιζε το τραγούδι και ο χορός, πρώτα οι γείτονες και έπειτα οι παρέες που γύριζαν (μερικές μασκαρεμένες) από γειτονιά σε γειτονιά. 

   Τραγουδούσαν με το στόμα παλαιά και σατυρικά τραγούδια, όσοι βεβαίως τα ήξεραν. Οι άλλοι τραγουδούσαν τα τραγούδια της εποχής, για να χορεύουν τσάμικο και κυρίως καλαματιανό. Στη δική μας γειτονιά η φωτιά ήταν έξω από το σπίτι του Πελοπίδα Μπούρα, δίπλα στην Τρίφτα, η οποία έκανε χρέη καναπέ. Ψυχή του γλεντιού ο αδελφός του ο Νικολής με τα σατυρικά του τραγούδια, που ήδη έχουμε ξεχάσει, αλλ’ όχι όλα. Ένα χαρακτηριστικό παρουσίαζε μία χήρα, η οποία τραγουδούσε τον καημό της: 

Δευτέρα, πέθαν’ ο άντρας μου, 

την Τρίτη ο γάιδαρός μου

και την Τετάρτη ο χοίρος μου (= το γουρούνι) 

ποιόνε να πρωτοκλάψω; 

Άντρα, γουρούνι, γάιδαρε, 

Χρυσέ μου νοικοκύρη. 

                                                    κλπ.  

   Στα Λαφαζαναίϊκα (πρώτη γειτονιά μου) έμενε και ο πρόσφυγας και πετροκόφτης Κώστας Γάμπας, ο οποίος, για να σπάει μεγάλες πέτρες, χρησιμοποιούσε το «μούσκουλο». Ήταν ένας κοντός και χοντρός σωλήνας, τον οποίο γέμιζε με εκρηκτική ύλη και έβαζε φωτιά με φυτίλι. Έκανε μεγάλο κρότο, σαν κανόνι. Γενικά κάθε γειτονιά είχε τα δικά της χαρακτηριστικά και η διασκέδαση κρατούσε μέχρι τα μεσάνυχτα και λίγο ακόμα. 

   Την Καθαρή Δευτέρα, προς το μεσημέρι και το απόγευμα, ο κόσμος συγκεντρωνόταν στην πλατεία, όπου χόρευε και γίνονταν μερικά ακόμα. 

   Προπολεμικά ερχόταν από τη Σκόμαρα ο Σουλιμόγιαννης (Ιωάννης Αριστ. Μπούρας ή Σουλιμάς) πάνω στο γάιδαρο και παρίστανε τον Ειρηνοδίκη. Του παρουσίαζαν διάφορες υποθέσεις να λύσει ή να δικάσει τους περαστικούς. Συνήθως τους καταδίκαζε να πληρώσουν ένα πρόστιμο, προκειμένου να αγοραστεί κρασί για όλη την παρέα. Κάποτε δίκασε και τον πραγματικό Ειρηνοδίκη. 

   Άλλος ερχόταν πάνω στο γάιδαρο και παρίστανε το  γιατρό, εξετάζοντας τους παρισταμένους και δίνοντας οδηγίες για θεραπεία. Από τη Σκόμαρα ξεκινούσαν και τέσσερα αδέρφια Καπραλαίοι. Ο Κώστας (Πιγεροκώτσος), ο Βασίλης, ο Νίκος και ο Αργύρης, παιδιά του Πιέρρου Καπράλου. Ήταν πολύ κωμικοί. Έδιναν την παράστασή τους στην Σκόμαρα και έπειτα στην πλατεία. 

   Τα μεταπολεμικά χρόνια θυμάμαι δύο ακόμα πρόσωπα, που δρούσαν στην πλατεία. Ένας ο Κώστας Γάμπας, ο οποίος μεταμορφωνόταν σε δράκο, με κέρατα βοδιού στο κεφάλι και μαυρισμένο πρόσωπο. Δεύτερος ο Παναγιώτης Κυριαζής (σώγαμπρος από τη Θουρία), οποίος εμφανιζόταν σαν να είχε έναν άλλο στην πλάτη του, και μπέρδευε τον κόσμο. Είχε κατασκευάσει ένα σώμα σε δύο κομμάτια. Το ένα (από τη μέση και πάνω) το έδενε μπροστά του και το άλλο (από τη μέση και κάτω) το έδενε πίσω του. Στο σύμπλεγμα αυτό κάθε ένας από τους (δήθεν) δύο ανθρώπους είχε ένα κομμάτι ζωντανό και ξεγελούσε τον κόσμο, ο οποίος αργούσε να ανακαλύψει την απάτη. Θυμάμαι έναν που έλεγε συνεχώς: «Ο ένας είναι ο Κυριαζής, ο άλλος ποιος είναι;» 

   Τα γλέντια είχαν σταματήσει κατά τη γερμανική κατοχή, αλλά συνεχίστηκαν κατά την επόμενη περίοδο, παρά τα προβλήματα του εμφυλίου. Θυμάμαι ότι το 1948 χόρευαν στην πλατεία (Κυριακή βράδυ) οι αντάρτισσες, ενώ το 1949 (Καθαρή Δευτέρα) χόρευαν οι χωροφύλακες. 

   Με τον καιρό περιορίστηκαν οι φωτιές στις γειτονιές, όχι όμως και το γλέντι της Καθαρής Δευτέρας. Λεπτομέρειες δεν μπορώ να δώσω, αφού είχα φύγει από το χωριό. Πάντως άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν και οι συνήθειες. Ήρθε και ο κορωνοϊός και τα δυσκόλεψε πολύ. Ας ελπίσουμε για ένα καλύτερο μέλλον. 

Post Top Ad

ad728

Post Bottom Ad

ad728